- λεπιδίων
- λεπίδιονsmall plateneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιπόκηρος — Κηρώδης ουσία που προκύπτει από την αλλοίωση των λεπιδίων κατά την αποσύνθεση των πτωμάτων. Λέγεται και πτωματόκηρος … Dictionary of Greek